- τραγανιστός
- η , ό хрустящий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραγανιστός — ή, ό, Ν αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανός («τραγανιστές πατάτες»). επίρρ... τραγανιστά Ν με τραγανιστό τρόπο, με τραγάνισμα … Dictionary of Greek
τραγανιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που τρίζει στη μάσηση, τραγανός: Τραγανιστά στραγάλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγανός — (I) ή, ό / τραγανός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος νεοελλ. 1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό χόνδρος τής μύτης ή τού αφτιού αρχ. εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ… … Dictionary of Greek
τραγανός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με χοντρό, λιγάκι σκληρός. 2. αυτός που τρίζει στη μάσηση, τραγανιστός: Τραγανό κεράσι. 3. το αρσ. ως ουσ., τραγανός τραχανάς. 4. το ουδ. ως ουσ., τραγανό χόντρος (μύτης, αυτιού κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)